φουά

φουά
(Foix). Πόλη (9.100 κάτ. το 2003) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Αριέζ. Ιδρύθηκε τον 6o αι. και αργότερα έγινε πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας. Η κομητεία αυτή δημιουργήθηκε το 1012 από τον Ρογήρο A’, γιο του Ραϋμόνδου A’, κόμη του Καρκασόν. Ο ιστορικός της βίος τερματίστηκε το 1589 και από τότε έπεσε σε παρακμή. Στα νεότερα χρόνια έγινε τουριστικό κέντρο, εξαιτίας των μεσαιωνικών μνημείων που υπάρχουν στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή της. Μερική άποψη της γαλλικής πόλης Φουά.
* * *
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φυή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ., προφανώς λακων., τής λ. φυή*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φουά γκρα — το, Ν άκλ. ορεκτικό με κύριο συστατικό το συκώτι τής χήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. foie gras (< foie «συκώτι» + gras «παχύς, λιπαρός»)] …   Dictionary of Greek

  • Βαγιάν, Ζαν-Φουά — (Jean Fois Vaillant, 1632 1707). Ελβετός νομισματολόγος. Σε αυτόν ανέθεσε ο Λουδοβίκος ΙΔ’ την κατάρτιση νομισματικών συλλογών με υλικό από την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σικελία. Ο Β. ταξίδεψε επίσης στην Περσία, την Αίγυπτο, την Αγγλία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ossetic language — Ossetian Spoken in  Russia (North Ossetia)  Georgia …   Wikipedia

  • Ясский язык — Страны: Венгрия Вымер: нач. XIX в …   Википедия

  • Аланский язык — Страны: Алания Регионы: Северный Кавказ …   Википедия

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • φουάδδει — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σωμασκεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ., προφανώς λακων., ενός αμάρτυρου ρ. *φυάζω (< θ. φῠ τού φύω*), πρβλ. και φουά, λακων. τ. τού φυή «μορφή, ανάστημα»] …   Dictionary of Greek

  • χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • Αριέζ — (Αriège).Νομός (4.890 τ. χλμ., 139.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στα Νότια Πυρηναία, στο λεκανοπέδιο της Ακουιτανίας. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Φουά. Ο νομός της Α. είναι κυρίως ορεινός· διακόπτεται όμως από μεγάλες και εύφορες πεδιάδες.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”