φουά γκρα — το, Ν άκλ. ορεκτικό με κύριο συστατικό το συκώτι τής χήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. foie gras (< foie «συκώτι» + gras «παχύς, λιπαρός»)] … Dictionary of Greek
Βαγιάν, Ζαν-Φουά — (Jean Fois Vaillant, 1632 1707). Ελβετός νομισματολόγος. Σε αυτόν ανέθεσε ο Λουδοβίκος ΙΔ’ την κατάρτιση νομισματικών συλλογών με υλικό από την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σικελία. Ο Β. ταξίδεψε επίσης στην Περσία, την Αίγυπτο, την Αγγλία και την… … Dictionary of Greek
Ossetic language — Ossetian Spoken in Russia (North Ossetia) Georgia … Wikipedia
Ясский язык — Страны: Венгрия Вымер: нач. XIX в … Википедия
Аланский язык — Страны: Алания Регионы: Северный Кавказ … Википедия
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
φουάδδει — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σωμασκεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ., προφανώς λακων., ενός αμάρτυρου ρ. *φυάζω (< θ. φῠ τού φύω*), πρβλ. και φουά, λακων. τ. τού φυή «μορφή, ανάστημα»] … Dictionary of Greek
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek
Αριέζ — (Αriège).Νομός (4.890 τ. χλμ., 139.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στα Νότια Πυρηναία, στο λεκανοπέδιο της Ακουιτανίας. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Φουά. Ο νομός της Α. είναι κυρίως ορεινός· διακόπτεται όμως από μεγάλες και εύφορες πεδιάδες.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek